- λειμακώδης
- λειμακώδηςlike meadowsmasc/fem acc pl (attic epic doric)λειμακώδηςlike meadowsmasc/fem nom/voc pl (doric aeolic)λειμακώδηςlike meadowsmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λειμακώδης — λειμακώδης, ῶδες (Α) [λείμαξ] αυτός που μοιάζει με λειμώνα, χλοερός, υγρός, νοτερός («πεδιάς ἐστι καὶ λειμακώδης καὶ ψιλὴ καὶ ἔνυδρος μετρίως», Ιπποκρ.) … Dictionary of Greek
λειμακώδεα — λειμακώδης like meadows neut nom/voc/acc pl (epic ionic) λειμακώδης like meadows masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λειμακώδεις — λειμακώδης like meadows masc/fem acc pl λειμακώδης like meadows masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λειμακωδέστεροι — λειμακώδης like meadows masc nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)